Franklyn ? Παράλληλοι Κόσμοι

  • Εκτύπωση

Σκηνοθέτης 39 ετών από το Λονδίνο ντεμπούταρε φέτος με τους «Παράλληλους Κόσμους», που είναι ο τελείως ελεύθερα μεταφρασμένος τίτλος... Franklyn. Η αλήθεια είναι βέβαια πως ο μεταφρασμένος τίτλος έχει μεγαλύτερη σχέση με την ιστορία με τον αγγλικό, κάτι που ίσως προσδίδει από την αρχή την... σύγχυση του βρετανού δημιουργού που άλλα ήθελε να πει, με το σενάριο που ο ίδιος έγραψε, κι άλλα μας είπε, γιατί ως γνωστόν καλές οι ιδέες αλλά σε φιλμ μετράει το πως τις εκτελούμε.

Στη φανταστική (;) πόλη Meanwhile City ο Τζόναθαν Πρηστ (Ιερέας, αν το μεταφράσουμε ? που τον υποδύεται ο Ράιαν Φίλιπς) έχει καταστρώσει ένα πλάνο δολοφονίας ενός άντρα. Η πόλη αυτή είναι η φωλιά των θρησκειών. Σε κάθε δρόμο και σοκάκι όλο και κάποιος φωτισμένος (;) άνθρωπος που εκπροσωπεί μία θρησκεία δικιάς του επινόησης θα βγάζει λόγο. Ο Πρηστ ψάχνει να βρει και να σκοτώσει έναν τέτοιο άνθρωπο, που φέρεται πως σκότωσε στο βωμό της «θρησκείας» του ένα 11χρονο κορίτσι. Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα (εξ ου κι ο τίτλος μας λοιπόν «Παράλληλοι Κόσμοι») στο Λονδίνο του σήμερα μία νέα γυναίκα (Εύα Γκρην) προσπαθεί να κάνει την μητέρα της να έρθει πιο κοντά της έχοντας ως μόνιμη μεθοδό της τις απόπειρες αυτοκτονίας ενώ ένας επίσης νέος άντρας παλεύει μέσα του με τη θλίψη του πρόσφατου χωρισμού του.

Η ταινία, όπως όλα τα σουρεαλιστικά και δήθεν «ψαγμένα» παζλ ηρώων και γεγονότων, «μιλάει» σε διαφορετικά επίπεδα όσο περνάει η ώρα στην αντίληψη του κοινού. Αρχικά μας εξιτάρει ο φανταστικός κόσμος που αντικρύζουμε, σιγά σιγά μαθαίνουμε τους ήρωες, έπειτα προσπαθούμε μάταια να βάλουμε σε μια τάξη όλα όσα μας παρουσιάστηκαν ήδη κ.ο.κ. Αυτή εν ολίγοις είναι η διαδικασία της αρχής. Γιατί μετά ακολουθεί το χάος. Τίποτα δεν βγάζει νόημα και τίποτα δεν δείχνει να έχει κανένα σημείο επαφής με οτιδήποτε. Αυτό πάντα είναι ένα λεπτό σημείο που ο άπειρος σκηνοθέτης και σεναριογράφος ξέχασε να του δώσει την βαρύτητα που του άρμοζε. Διότι ποτέ δεν αρκεί να μένει ο θεατής με την απορία του «τι στο καλό συμβαίνει» για να έχει αγκιστρωμένο το ενδιαφέρον του στα όσα συμβαίνουν αλλά ταυτόχρονα πρέπει να νοιώθει και κάποιου τύπου συναισθηματική σύνδεση με τους χαρακτήρες και τα όσα συμβαίνουν σε αυτούς. Εδώ όμως αυτό το στοιχείο είναι ανύπαρκτο. Από το ημίωρο κιόλας ο θεατής θα κάθεται στωικά μεν ανυπομονώντας δε για την εξέλιξη της ιστορίας μόνο και μόνο για να του λυθούν οι απορίες, χωρίς όμως να νοιάζεται δράμι για τους χαρακτήρες. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να δει αν στο τέλος της ταινίας αυτό που θα έχει δει βγάζει κάποιο νόημα ή όχι!

Επιπλέον ο σκηνοθέτης ενώ φαίνεται πως έβαλε όλη του την ενέργεια στο να φτιάξει έναν πραγματικά εντυπωσιακό φανταστικό κόσμο με γκροτέσκα και νουάρ αισθητική απ?άκρον σ?άκρον (σκηνικά και κουστούμια τραβούν το μάτι και τα επιβραβεύουμε άμεσα) στον αντίποδα φέρεται, ως γνήσιος Λονδρέζος, να ήθελε να αποτυπώσει την πλήρως αποστειρωμένη και «αδιάφορη» εικόνα του Λονδίνου για να δημιουργήσει έντονο κοντράστ μεταξύ των δύο κόσμων. Αυτό το κοντράστ όμως λειτουργεί και πάλι εις βάρος της ταινίας μιας και τίποτα από όσα συμβαίνουν στον «πραγματικό» κόσμο δεν έχει αρχικά ενδιαφέρον με αποτέλεσμα να βιαζόμαστε να περάσουν οι αδιάφορες εικαστικά και νοηματικά σκηνές και να επιστρέψουμε στην Meanwhile City.

Κάπου στη μέση υποτίθεται πως γίνεται μια μεγάλη ανατροπή. Και πάλι η απειρία του σκηνοθέτη (δεν μπορούν όλοι να γίνουν Σιάμαλαν με την πρώτη τους ταινία) προδίδει αυτή την ανατροπή ώρα πριν αυτή συμβεί. Από εκεί που κάποια πράγματα δεν έβγαζαν νόημα στο σκηνικό του Λονδίνου, ξαφνικά αρχίζουν να βγάζουν και έτσι οι απορίες μειώνονται. Με το που συμβαίνει αυτό μειώνεται όμως και το ενδιαφέρον μας για τον Τζόναθαν Πρηστ και την αποστολή του καθώς πλέον τίποτα απολύτως δεν μπορεί να μας επαναφέρει το ενδιαφέρον σε αυτόν και τον φανταστικό του κόσμο γιατί όλοι υποψιαζόμαστε πάνω κάτω τι συμβαίνει. Έτσι αυτό που αναπόφευκτα γίνεται είναι η αντικατάσταση της απορίας «μα τι στο καλό συμβαίνει» με αυτή του «τελικά βρήκα τι στο καλό συμβαίνει ή όχι»;

Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν θα έπρεπε να σκέφτεται κανείς ενώ βλέπει μια ταινία, ειδικά ένα τέτοιο ακατανόητο παζλ, αν ο σεναριογράφος (και σκηνοθέτης εδώ) Τζέραλντ ΜακΓκόροου ήξερε πως έπρεπε σεναριακά να τεμαχιστεί η δράση του, πόσα πράγματα να αποκαλύπτει τη φορά και (το κυριότερο) ΠΩΣ να τα αποκαλύπτει από εικαστικής πλευράς. Από ό,τι αποδεικνύεται όμως ο Μακ Γκόροου ήταν άλλος ένας σκηνοθέτης που έπεσε στην παγίδα όλων όσων ντεμπουτάρουν με δικό τους σενάριο και όραμα. Θέλουν να πουν τα πάντα, να χωρέσουν πολλά θέματα μέσα σε ένα πλαίσιο, μπουκώνοντας έτσι το πλαίσιο αυτό της θεματολογίας τους και μπερδεύοντας τους θεατές αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους επειδή αγνοούν (λόγω ενθουσιασμού συνήθως) το πως πρέπει να χειριστούν την ιστορία τους για να έχει μονίμως ενδιαφέρον.

Οι «Παράλληλοι Κόσμοι» αντί να έχουν μονίμως ενδιαφέρον δημιουργούν μονίμως απορίες, παρότι όλο το κόνσεπτ στο τέλος αποδεικνύεται πολύ ενδιαφέρον και έξυπνο. Λησμονήθηκε στην πορεία όμως το γεγονός ότι αυτό που μετράει στις καλές ιδέες είναι και το ενδιαφέρων και έξυπνο «στησιμό» τους για να έχουν την ανταπόκριση που τους αρμόζει. Το φιλμ αυτό προσπάθησε να μπει σε χωράφια που θα μπορούσε να μπει μόνο υπό τις οδηγίες κάποιου πολύ έμπειρου σκηνοθέτη που θα ήξερε πως να «παίζει» με την κάμερα του και παράλληλα να «παίζει» και τον θεατή. Το θέμα και η ιστορία ολόκληρη προσφερόταν για να γίνει αυτή η ταινία μια αξιοπρόσεκτη δουλειά, που ίσως και να συζητάγαμε και για καιρό ή να γινόταν καλτ. Το αποτέλεσμα ως έχει τώρα πάντως... είναι έντονος και δυσάρεστος πονοκέφαλος.