Terminator: Salvation - Εξολοθρευτής: Η Σωτηρία

Όπως και να το κάνουμε οι ταινίες «Εξολοθρευτής» έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο κινηματογραφικό παλμαρέ. Πριν από 25 χρόνια ο μόλις 30 ετών τότε Τζέημς Κάμερον ντεμπούταρε θεαματικά παραδίδοντας τον πρώτο Εξολοθρευτή της σειράς και έκανε μετά 7 χρόνια υπομονή για να γυρίσει και τον δεύτερο. Και οι δύο ταινίες αποτελούν πλέον ορόσημα για τον κινηματογράφο αφού είχαν ως ατού τους τα εξαιρετικά και άκρως πρωτότυπα για τότε σενάρια, όπου οι ήρωες γίνονται ανιτήρωες μέσα σε ένα παιχνίδισμα του χρόνου κι όλα αυτά χτισμένα πάνω στην επιστημονική φαντασία, αλλά και τα άψογα ειδικά κι οπτικά εφέ, που έκαναν ακόμα και τον πλέον δύστροπο απέναντι σε παραγωγές τέτοιου τύπου να τα θαυμάσει χωρίς δισταγμό.

 

Η ιστορία λίγο ως πολύ γνωστή. Το 2018 οι άνθρωποι είναι σε πόλεμο με τις μηχανές, που το υπερμηχάνημα Skynet χειρίζεται, μιας και αυτό ήταν που έφερε τον πυρηνικό όλεθρο θεωρώντας με την «μηχανιστική» του λογική οτι οι άνθρωποι πρέπει να εξολοθρευτούν από τον πλανήτη. Για να λήξει ο πόλεμος υπέρ τους οι μηχανές στέλνουν πίσω στο χρόνο ρομπότ-εξολοθρευτές για να εξοντώσουν την μητέρα του αρχηγού των επαναστατών, Τζον Κόνορ, κι έτσι να έχουν πιο εύκολη δουλειά με τους υπόλοιπους της αντίστασης. Στην φετινή τέταρτη ταινία, σκηνοθετημένη από τον αδιάφορο μέχρι σήμερα McG (οχι δεν είναι ράπερ, είναι σκηνοθέτης) βλέπουμε τον Κρίστιαν Μπέηλ, δηλαδή τον Τζον Κόνορ, να μάχεται εναντίον του Skynet και των μηχανών σε μια χρονική περίοδο που ακόμα τα ρομπότ-εξολοθρευτές δεν έχουν κάνει την εμφανισή τους. Αλλά θα την κάνουν πολύ σύντομα... και για αυτό πρέπει να εμποδίσει το σχέδιο τους.

 

Η ταινία όπως έχει στηθεί είναι πολύ απλή για να καταλάβει κάποιος τα μελανά της σημεία και τα δυνατά της. Δημιουργήθηκε μόνο για να ψυχαγωγήσει, προσπαθώντας παρόλα αυτά να σεβαστεί την ιστορία του franchise (κάτι που δεν έκανε η τρίτη ταινία που κυκλοφόρησε το 2003) και να παραδώσει ένα εύπεπτο μεν αλλά αξιόλογο δε αποτέλεσμα. Η αλήθεια είναι πως δεν τα κατάφερε άσχημα αλλά στο τέλος αφήνει μια πικρή γεύση ανεκμεττάλευτης ευκαιρίας καθώς τα μελανά σημεία που εντοπίζονται είναι από αυτά που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να αποφευχθούν.

 

Καταρχάς το καστ δεν ικανοποιεί και ίσως για αυτό δεν φταίει τόσο η επιλογή των ηθοποιών όσο οι διάλογοι στις ήρεμες σκηνές. Οι σκηνές αυτές είναι σε ισορροπία με τις σκηνές... «μακελειού», αλλά σε αυτές ήταν που επιβαλλόταν να υπάρχει ένας σοβαρός διάλογος σε συνδυασμό με μια έστω εξίσου σοβαρή ερμηνεία. Η προσέγγιση τόσο του κειμένου όσο και των ηθοποιών είναι τελείως απρόσωπη και φαντάζουν λες και δεν είναι κι αυτοί άνθρωποι που «νοιώθουν» όπως υποτίθεται είναι το νόημα των όσων λένε αλλά είναι κι αυτοί σαν κουρασμένες άψυχες μηχανές. Δυστυχώς πέραν του καταπληκτικού Σαμ Γουόρθινγκτον, όλοι οι υπόλοιποι απλά βρίσκονται μπροστά από τις κάμερες λέγοντας άστοχα λόγια με αδιάφορο τρόπο. Ευτυχώς που ήταν αυτός τόσο καλός γιατί η αφήγηση της ιστορίας έχει προσεγγισθεί και εκτελεστεί μέσα από τα μάτια αυτού του χαρακτήρα, του οποίου και παρακολουθούμε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας την πορεία, και όχι του Τζον Κόνορ, του ρόλου δηλαδή του Κρίστιαν Μπέηλ που μας έδωσε την εντύπωση ότι μάλλον αγγαρεία έκανε σε αυτή την ταινία.

 

Παρόλα αυτά η σκηνοθεσία και η φωτογραφία είναι σίγουρα από τα δυνατά στοιχεία της ταινίας μιας και χτίζουν ιδανικά το σύμπαν της, που μην ξεχνάμε οτι υποτίθεται πως η ιστορία της διαδραματίζεται το 2018 μετά από πυρηνική καταστροφή. Καπνός, χαλάσματα, μαυρίλα όλα δοσμένα πειστικά, όλα δοσμένα όπως πρέπει για να υποννοηθεί το πόσο σκοτεινό και ζοφερό είναι αυτό το μέλλον. Το μέλλον όπου οι μηχανές σκοτώνουν ό,τι αναπνέει και όπου οι άνθρωποι παλεύουν μέχρι να νικήσουν ή να νικηθούν.

 

Κατά τα λοιπά η ταινία δεν είναι ούτε στο ελάχιστη χορταστική όπως θα μπορούσε να ήταν παρά μία-δύο πραγματικά καλογυρισμένες σεκάνς που ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος τους άψογες και εντυπωσιακές. Εκεί ίσως φάνηκε επιτέλους οτι ο McG έχει ταλέντο και έβαλε και λίγο από το μεράκι του σε αυτό το φιλμ. Είναι προφανείς κάποιες επιλογές που έκανε, όπως μερικά εξαιρετικά μονοπλάνα διαρκείας που αυξάνουν τους παλμούς προοδευτικά, που μάλλον θα έπεφταν αν αυτά τα ίδια πλάνα παραδίδονταν στο βωμό του γρήγορου μοντάζ. Σε γενικές γραμμές αν κάποιος θέλει να δει οπωσδήποτε την ταινία να την δει όχι για τα εφέ, όχι για τη βαβούρα, όχι για τις σκηνές ξύλου και μάχης. Να το δει για να προσέξει μια λίγο διαφορετική σκηνοθετική ματιά, μια λιγότερο κλασσική πλαστική φόρμα για περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας.

 

Σίγουρα είναι μια καλή πρόταση για θερινό σινεμά αλλά όχι και μια ταινία που θα θυμόμαστε σε περίπτωση που κάποιος μας ρωτήσει σε λίγο καιρό ποιες υπερπαραγωγές είδαμε το καλοκαίρι. Το πιο πιθανό είναι να μην την αναφέρουμε ποτέ ξανά σε καμμία συζήτηση κι αυτό γιατί το έξυπνο σενάριο και η προσεγμένη πλοκή του θάβονται κατακόρυφα από τον συνδυασμό κακών διαλόγων και ψυχρών υποκριτικά ηθοποιών. Με άλλους ηθοποιούς ίσως είχε λίγο διαφορετική τύχη η ταινία. Με άλλο σεναριογράφο, ειδικά για τους διαλόγους, θα είχε σίγουρα διαφορετική τύχη!!!