Waltz with Bashir - Βαλς με τον Μπασίρ

  • Εκτύπωση

Το «Βαλς με τον Μπασίρ» έχει ήδη κερδίσει την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας συνεχίζει να τραβά προς την δόξα, έχοντας καταλάβει και μία θέση στην αντίστοιχη λίστα των υποφιοτήτων Όσκαρ (όπου και εκεί πολύ δύσκολα θα χάσει την βράβευση). Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν τίποτα παραπάνω από μια διεθνή αναγνώριση ενός κινηματογραφιστή και του δημιουργηματός του. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία σε αυτή συγκεκριμένα την ταινία είναι η ίδια της η θεματολογία και το πόσο επίκαιρη είναι. Με χώρα προέλευσης το Ισραήλ, με θέμα την εισβολή στο Λίβανο το 1982 και την σφαγή Παλαιστινίων προσφύγων σε δύο στρατόπεδα τους σε εκείνη τη χώρα, και τέλος με όλα αυτά που πραγματικά συμβαίνουν στην περιοχή τώρα και που αποτελούν μία συνέχεια του αέναου κύκλου αίματος, το «Βαλς με τον Μπασίρ» χαίρει του απόλυτου συγχρονισμού! Δημιουργήθηκε για να σοκάρει, για να ανασύρει μνήμες στους παλιούς και να μάθει ένα κομμάτι της ιστορίας που δεν έζησε ή δεν θυμάται κανείς απ?όσους γεννήθηκαν τότε ή λίγο πριν από εκείνη την εποχή. Εν ολίγοις αν π.χ. οι γονείς μας, που έζησαν όλα αυτά όταν συνέβαιναν και καταγράφονταν στην ιστορία, κρύβουν μέσα τους μία αποτροπή για το Ισραήλ και τις πράξεις του, τότε παρακολουθώντας αυτή την ταινία θα την πολλαπλασιάσουν και ίσως να την βγάλουν στην επιφάνεια όπως ποτέ άλλοτε.

 

Ο ίδιος ο δημιουργός Άρι Φόλμαν είναι ο ξεναγός μας. Προσπαθεί να θυμηθεί που ήταν και τι έκανε σε αυτό το πόλεμο. Φαίνεται πως όλες του οι μνήμες από εκείνη την περίοδο, από εκείνο το πόλεμο έχουν σβηστεί. Έτσι είκοσι και πλέον χρόνια μετά αρχίζει να αναζητά τον «εαυτό» του, τον εαυτό που έχασε σαν 19χρονος στρατιώτης του Ισραήλ σε εκείνη την εισβολή, συζητώντας με φίλους και συμπολεμιστές του. Κάθε ένας έχει να του αποκαλύψει πράγματα που δεν θυμόταν. Κάθε ένας τον βοηθάει να ξετυλίξει το κουβάρι των χαμένων του αναμνήσεων από αυτό το πόλεμο. Και έτσι όσο προχωράει η ιστορία, όσο επελαύνει το Ισραήλ, όσο περισσότεροι πεθαίνουν στις ιστορίες που ακούει, τόσο περισσότερα θυμάται. Μέχρι που στο τέλος να φτάσει να θυμηθεί και το «γιατί» είχε ξεχάσει τα πάντα είκοσι χρόνια μετά.

 

Εκεί που αξίζει να σταθούμε αρχικά είναι στον τρόπο που επέλεξε ο Άρι Φόλμαν να πει την ιστορία του. Αποφάσισε να πει όσα ήθελε για τον πόλεμο εκείνο, για τις σφαγές εκείνες, με την χρήση του κινουμένου σχεδίου. Αυτό του επέτρεψε την δημιουργία ορισμένων σουρεαλιστικών σκηνών, άλλοτε συμβολικών και άλλοτε καθ?όλα άμεσων, ένα στοιχείο που δίνει μια άλλη διάσταση σε αυτό το φιλμ. Από το ξεκινημά της οι εικόνες είναι αυτές που υπνωτίζουν, όχι απαραίτητα ό,τι εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Το είδος του animation είναι πρωτοποριακό, αφού πρόκειται για συνδυασμό Flash vector sequences και κλασσικών τεχνικών κινουμένου σχεδίου, και έχει δημιουργηθεί από το ίδιο το στούντιο του Άρι Φόλμαν.

 

Οπότε λοιπόν με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε εδώ; Μία βιογραφική ταινία, με ντοκυμαντερίστικη προσέγγιση και λίγα ψήγματα μυθοπλασίας, αφενός για να μην φανεί ως αμιγώς ντοκυμαντέρ και αφετέρου για να διευκολύνει τους σκοπούς του Φόλμαν να αφηγηθεί τα γεγονότα ως κάποιος που τα έζησε κι όχι ως κάποιος που τα ερεύνησε και τα κινηματογράφισε. Κι όλα αυτά με την πρωτοποριακή μορφή του κινουμένου σχεδίου. Όμως εδώ βρίσκεται μια μεγάλη, αλλά και η μόνη, αδυναμία της ταινίας. Η ισορροπία όλων αυτών των επιμέρους στοιχείων, του βιογραφικού, του ντοκυμαντερίστικού και του μυθοπλαστικού κομματιού, χάνεται όσο περνάει η ώρα. Αναμφίβολα το πρώτο ημίωρο είναι σοκαριστικό, προκλητικό, αριστουργηματικό. Ένα κομψοτέχνημα! Ξεκινάει με μία σπίθα που μετατρέπει την ακολουθία εικόνων σε πυρκαγιά εν κρανίω. Αλλά μετά και μέχρι τους τίτλους τέλους αυτού του 80λεπτου φίλμ, η πυρκαγιά γίνεται φλόγα που σβήνει αργά αργά. Όσο προχωράει η ιστορία τόσο βρισκόμαστε αντιμέτωποι με περισσότερες μαρτυρίες, με περισσότερες συνεντεύξεις ανθρώπων που ήταν μέρος ή παρατηρητές της πολεμικής μηχανής. Έτσι το εγχείρημα χάνει την ισορροπία του και μετατρέπεται σε τηλεοπτική εκπομπή κάποιου πολεμικού ανταποκριτή, που κάνει αφιέρωμα σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα.

 

Πόσο κατάφερε να αδυνατίσει το όλο εγχείρημα του Φόλμαν αυτή η στροφή στον τρόπο αφηγησής του; Προσωπικά το ενδιαφέρον μου για τα δρώμενα χτύπαγε κόκκινα όταν συνοδευόταν από εικόνες που έφτιαχναν ένα σύμπαν με όψη προκλητική. Σε αυτό το σύμπαν λοιπόν βρήκα κάπως αταίριαστες κάποιες σκηνές διαλόγου με ψυχολόγους, οι οποίοι προσπαθούσαν να αναζητήσουν βάσει της επιστήμης τους τα αίτια απουσίας τέτοιων σημαντικών αναμνήσεων. Γενικότερα υπήρχαν κάποιες σκηνές οι οποίες σε αυτό το παζλ δεν ταίριαζαν! Ακόμα κι αν σχετίζονταν με το θέμα ήταν ίσως και αχρείαστες αφού ως τελικό αποτέλεσμα είχαν την δική μου απώλεια ενδιαφέροντος έστω για ελάχιστα λεπτά.

Αν ο ίδιος ο Φόλμαν είχε σαν πρωταρχικό του στόχο να δείξει την τρομερή όψη του πολέμου, την επιδρασή του σε πολίτες και στρατιώτες τότε είναι προφανές πως αποπροσανατολίστικε στην πορεία. Γιατί τα όσα βλέπουμε να συμβαίνουν συνηγορούν στο ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα ντοκυμαντέρ και όχι μια αντιπολεμική ταινία που έχει να μας περάσει πολλά και βαρυσήμαντα μηνύματα.

 

Να το δείτε; Αν είστε φίλοι του πολιτικού σινεμά, των δυνατών ντοκιμαντέρ τέτοιου περιεχομένου, να το δείτε. Ξεχωρίζει για την τεχνοτροπία του σκίτσου του και την μουσική του. Ο Μαξ Ρίχτερ συνέθεσε μουσική απόλυτα ταιριαστή με την εικόνα και επιπλέον η χρήση κλασσικής μουσικής αλλά και ροκ της εποχής μάς ταξίδευε όπως έπρεπε σε εκείνη την περίοδο. Ξεχωρίζει επίσης για το καταπληκτικό του κλείσιμο, που τελικά για κάποιους θα κερδίσει τις εντυπώσεις και θα αποτελέσει το συγχωροχάρτι των όποιων αδυναμιών της. Αν θα την πρότεινα όμως θα την πρότεινα για τον ίδιο λόγο που είπα στην αρχή. Πως αξίζει να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νεότεροι τι έγινε τότε. Είναι ένα κομμάτι της ιστορίας που καλό θα είναι να έχουμε εις γνώσην μας. Κατά τα λοιπά το σύνολο είναι άνισο. Ξεκινάει τόσο δυνατά, τόσο υπνωτιστικά που το να μειωθεί το ενδιαφέρον σου απέναντι σε έναν καταιγισμό εικόνων και μουσικών συνθέσεων είναι το τελευταίο που περιμένεις. Τελικά όμως η ισορροπία των συστατικών της συνταγής αποτέλεσαν τον εν γένει λόγο που το ενδιαφέρον χάνεται μερικώς περίπου στα μισά του φιλμ, και έτσι ο υπνωτισμός μετατρέπεται σε σχετική ανία.